εκκορώ

εκκορώ
ἐκκορῶ (-έω) (Α)
1. σκουπίζω
2. τινάζω, αποβάλλω
3. αρπάζω την κόρη κάποιου
4. φρ. «ἐκκορηθείης σύ γε» — άι στα τσακίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”